παρακερκίς

παρακερκίς
-ίδος, ἡ, ΜΑ
μσν.
πλάγιο οστό σε παθολογικές περιπτώσεις
αρχ.
το μικρό οστό τής κνήμης, η περόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κερκίς, -ίδος «οστό τής κνήμης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρακερκίς — small bone of the leg fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακερκίδας — παρακερκίς small bone of the leg fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακερκίδες — παρακερκίς small bone of the leg fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακερκίδων — παρακερκίς small bone of the leg fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… …   Dictionary of Greek

  • στήριγγα — η / στῆριγξ, ήριγγος, ΝΑ, και λόγιος τ. στήριγξ Ν νεοελλ. ναυτ. α) καθένας από τους μεταλλικούς στυλίσκους που είναι στερεωμένοι από τη μία και την άλλη πλευρά τής σκάλας τού πλοίου, στο πάνω άκρο τών οποίων στερεώνονται οι χειραγωγοί, κν.… …   Dictionary of Greek

  • στήριγμα — Ημιορεινός οικισμός (62 κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μύκης. * * * ίγματος, το, ΝΜΑ [στηρίζω] 1. καθετί πάνω στο οποίο στηρίζεται κάτι, μέσο στήριξης, έρεισμα (α. «στήριγμα τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”